Ο προγεννητικός έλεγχος είναι ένα εύρος εξετάσεων που συνιστώνται για την έγκαιρη διάγνωση παθήσεων ή αναπτυξιακών ανωμαλιών σε μια εγκυμοσύνη.
Οι εξετάσεις ελέγχουν τη συνολική κατάσταση της υγείας της μέλλουσας μητέρας, με στόχο να αποφευχθούν επιπλοκές κατά την κύηση ή τον τοκετό. Επιπλέον, εντοπίζουν παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανάπτυξη και την υγεία του εμβρύου.
Εκτός από μικροβιολογικές εξετάσεις, ο προγεννητικός έλεγχος περιλαμβάνει και υπερηχογραφικές εξετάσεις που εκτελούνται συνήθως από γυναικολόγο.
Σε κάποιες περιπτώσεις απαιτούνται εξειδικευμένες επεμβατικές εξετάσεις, όπως λήψη τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση, για τον έλεγχο γενετικών και χρωμοσωμικών ανωμαλιών.
Στόχος του προγεννητικού ελέγχου είναι να διασφαλίσει την υγεία της μητέρας και του μωρού, μέσω της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης τυχόν προβλημάτων.
Μια γυναίκα που σχεδιάζει να μείνει έγκυος ή βρίσκεται στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, ενδείκνυται να κάνει τις παρακάτω εξετάσεις:
Έλεγχος της γενικής κατάστασης της υγείας της γυναίκας. Μπορεί να αποκαλύψει πιθανή αναιμία ή κάποια άλλη πάθηση που χρειάζεται αντιμετώπιση.
Έλεγχος για παθήσεις ή λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος που μπορούν να επηρεάσουν την υγεία και την ανάπτυξη του βρέφους.
Έλεγχος για το στίγμα της μεσογειακής και δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, της πιο συχνής γενετικά καθορισμένης ασθένειας των λαών της Μεσογείου. Οι εξετάσεις συνίσταται να γίνουν πριν η γυναίκα μείνει έγκυος ή αμέσως μετά την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης.
Έλεγχος της ομάδας αίματος της μητέρας και του παράγοντα Rhesus και των δύο γονιών. Στόχος είναι η πρόληψη τυχόν ασυμβατότητας στο αίμα της μητέρας και του εμβρύου.
Σε περίπτωση ασυμβατότητας, γίνεται τακτικός έλεγχος με έμμεση Coombs και χορηγείται στη μητέρα ειδική αγωγή κατά τη διάρκεια της κύησης. Χωρίς έγκαιρη αντιμετώπιση, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για σοβαρή αναιμία και αιμολυτικό ίκτερο του μωρού.
Η μέτρηση σακχάρου στην αρχή της κύησης και η καμπύλη σακχάρου στο δεύτερο τρίμηνο αποτελούν προσυμπτωματικό έλεγχο για τον διαβήτη κύησης. Πρόκειται για έναν τύπο διαβήτη μπορεί να αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και να προκαλέσει επιπλοκές.
Η μέτρηση της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH) στο αίμα ελέγχει την καλή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα. Κατά την εγκυμοσύνη, ο θυρεοειδής παίζει σημαντικό ρόλο, ειδικά στις πρώτες 10-12 εβδομάδες της κύησης.
Ο υποθυρεοειδισμός σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών, ενώ έχει αρνητικές συνέπειες στην υγεία του εμβρύου και της μητέρας.
Ο έλεγχος για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα γίνεται για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο μετάδοσης στο έμβρυο, αλλά και για την αποτελεσματική προστασία της μητέρας.
Περιλαμβάνει τις παρακάτω εξετάσεις:
Ελέγχεται αν υπάρχει ανοσία έναντι του ιού της ερυθράς. Σε περίπτωση μη ανοσίας, προτείνεται ο εμβολιασμός τουλάχιστον ένα μήνα πριν ξεκινήσει η προσπάθεια τεκνοποίησης.
Στο 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, η ερυθρά μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ανωμαλίες στο έμβρυο, όπως κώφωση, καρδιολογικές βλάβες και νοητική υστέρηση.
Ελέγχεται η λοίμωξη από τοξόπλασμα, ένα παράσιτο που μεταδίδεται κυρίως από περιττώματα μολυσμένης γάτας, ωμό κρέας ή μη παστεριωμένα γαλακτοκομικά.
Η προσβολή του εμβρύου στο 1ο τρίμηνο μπορεί να προκαλέσει αποβολή, νοητική υστέρηση και διαταραχές όρασης.
Ελέγχεται αν υπάρχει παλιά ή νέα λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό. Στο 1ο τρίμηνο της κύησης, λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό μπορεί να προσβάλει τον εγκέφαλο, το ακουστικό νεύρο και το ήπαρ, και να προκαλέσει νοητική υστέρηση και κώφωση.
Η κυστική ίνωση είναι το συχνότερο κληρονομικό νόσημα των λευκών πληθυσμών. Αν και οι δύο γονείς είναι φορείς μεταλλάξεων για τη συγκεκριμένη νόσο, υπάρχει 25% πιθανότητα να γεννηθεί πάσχον παιδί.
Ο μοριακός έλεγχος γίνεται με λήψη δείγματος αίματος ή γενετικού υλικού από το εσωτερικό των παρειών.
Σε πολλές περιπτώσεις, εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου μπορεί να κληθεί να κάνει και ο μέλλοντας πατέρας.
Ο προγεννητικός έλεγχος στους άνδρες μπορεί να συνδέεται με παθολογικό αποτέλεσμα στις εξετάσεις της συντρόφου ή με την ύπαρξη ιστορικού κληρονομικών γενετικών νοσημάτων.
Τέλος, ο προγεννητικός έλεγχος περιλαμβάνει και τον έλεγχο της γονιμότητας για ζευγάρια που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν. Στην περίπτωση των ανδρών, αυτό σημαίνει εξετάσεις όπως:
Το σύγχρονο μικροβιολογικό εργαστήριο PLUS διενεργεί εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Στόχος είναι η παροχή της καλύτερης δυνατής φροντίδας και στήριξης στους μέλλοντες γονείς, και η διασφάλιση της υγείας της μητέρας και του μωρού.
Ανοσολογικός-ορμονολογικός αναλυτής με υψηλή ακρίβεια αποτελεσμάτων.
Ανοσολογικός-ορμονολογικός αναλυτής με υψηλή ακρίβεια αποτελεσμάτων.
Άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό με μεγάλη εμπειρία σε εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου.
Παράδοση αποτελεσμάτων σε μικρό χρονικό διάστημα και με ευέλικτο τρόπο.
Ο προγεννητικός έλεγχος χωρίζεται σε δύο γενικές κατηγορίες:
Ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος είναι ανώδυνος και πραγματοποιείται με τη λήψη αίματος και ούρων. Η όλη διαδικασία είναι απόλυτα ασφαλής για τη μητέρα και το έμβρυο.
Ο επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος απαιτεί αμνιοπαρακέντηση ή βιοψία τροφοβλάστης για τον χρωμοσωμικό έλεγχο του εμβρύου, των γονιδίων και των ενζύμων. Και στις δύο εξετάσεις, υπάρχει ένας μικρός, αλλά υπολογίσιμος κίνδυνος αποβολής.
Η β-χοριακή γοναδοτροπίνη είναι μια ορμόνη, η οποία παράγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ανιχνεύεται με εξέταση αίματος περίπου 11 ημέρες μετά τη σύλληψη και με εξέταση ούρων 12-14 ημέρες μετά τη σύλληψη.
Η β-χοριακή χρησιμοποιείται για την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης, όταν είναι πολύ νωρίς και το έμβρυο δεν είναι ορατό σε υπερηχογράφημα. Επιπλέον, ελέγχεται συστηματικά στο ξεκίνημα της κύησης, καθώς αποτελεί δείκτη για την καλή πορεία της εγκυμοσύνης.
Το τεστ εγκυμοσύνης μετράει τη συγκέντρωση της β-χοριακής για να διαπιστωθεί αν η γυναίκα κυοφορεί.
Υπάρχουν δύο τεστ που μπορείτε να κάνετε για να διαπιστώσετε αν είστε έγκυος: